ἀπεδίωξας

ἀπεδίωξας
ἀποδιώκω
chase away
aor ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επισκεπάζω — ἐπισκεπάζω (AM) 1. σκεπάζω κάτι από πάνω («ἐπεσκέπασας έν θυμῷ, καὶ ἀπεδίωξας ἡμᾱς») 2. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο μσν. θαμπώνω, κάνω κάτι θαμπό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”